σαφηνίζω: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(36) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[σαφηνής]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] σαφές, [[αποσαφηνίζω]], [[διευκρινίζω]], [[επεξηγώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>απόλ.</b> [[προφέρω]] [[καθαρά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σαφηνίζω]] τὴν βασιλείαν» — [[ορίζω]] με [[σαφήνεια]] τον διάδοχο της βασιλείας. | |mltxt=ΝΜΑ [[σαφηνής]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] σαφές, [[αποσαφηνίζω]], [[διευκρινίζω]], [[επεξηγώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>απόλ.</b> [[προφέρω]] [[καθαρά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σαφηνίζω]] τὴν βασιλείαν» — [[ορίζω]] με [[σαφήνεια]] τον διάδοχο της βασιλείας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σᾰφηνίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[καθιστώ]] [[κάτι]] ξεκάθαρο ή απλό, [[διευκρινίζω]], [[επεξηγώ]], [[διαφωτίζω]], σε Αισχύλ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A make clear or plain, τοῦτο δὴ σαφηνιῶ ib.227, cf. 621; ἐξιστορήσας καὶ σαφηνίσας ὁδόν Id.Ch.678; σ. τοὺς κρατιστεύοντας X.Cyr.8.4.5; τὴν παιδείαν Id.Lac.2.1, cf. Mem.4.3.4, 4.7.6; σ. τὴν βασιλείαν determine the succession, Id.Cyr.8.7.9. 2 abs., articulate clearly, Hp. Carn.18; τῇ φωνῇ Arist.HA633a12, cf.Pr.888b10, 902a6.
German (Pape)
[Seite 866] deutlich machen, erklären, erläutern; τοῦτο δὴ σαφηνιῶ, Aesch. Prom. 727; ἐξιστορήσας καὶ σαφηνίσας ὁδόν, Ch. 667; u. in Prosa: Xen. Cyr. 8, 4, 4; τὴν βασιλείαν, d. i. den Thronfolger bestimmen, 8, 7, 9; Mem. 4, 3, 4; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰφηνίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, (σαφηνὴς) ποιῶ τι σαφές, κατάδηλον, ἐξηγοῦμαι σαφῶς, τοῦτο δὴ σαφηνιῶ Αἰσχύλ. Πρ. 227, πρβλ. 621· ἐξιστορήσας καὶ σαφηνίσας ὁδὸν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 678· σ. τοὺς κρατιστεύοντας Ξεν. Κύρ. 8. 4, 5· τὴν παιδείαν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. Λακ. 2, 1, πρβλ. Ἀπομν. 4. 3, 4., 4. 7, 6· σ. τὴν βασιλείαν, ὁρίζω τὴν διαδοχὴν τῆς βασιλείας, ὁ αὐτ. ἐν Κὺρ. 8. 7, 9. 2) ἀπολ., σαφῶς, καθαρῶς προφέρω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 7, Προβλ. 8. 14., 11. 27, 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σαφήνισον· ἑρμήνευσον». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 82.
French (Bailly abrégé)
f. σαφηνιῶ;
rendre clair ; montrer, indiquer clairement : τι qch ; τὴν βασιλείαν XÉN déterminer l’ordre de succession au trône.
Étymologie: σαφηνής.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σαφηνής
καθιστώ κάτι σαφές, αποσαφηνίζω, διευκρινίζω, επεξηγώ
αρχ.
1. απόλ. προφέρω καθαρά
2. φρ. «σαφηνίζω τὴν βασιλείαν» — ορίζω με σαφήνεια τον διάδοχο της βασιλείας.
Greek Monotonic
σᾰφηνίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, καθιστώ κάτι ξεκάθαρο ή απλό, διευκρινίζω, επεξηγώ, διαφωτίζω, σε Αισχύλ., Ξεν.