σεληνιασμός: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(37) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=seliniasmos | |Transliteration C=seliniasmos | ||
|Beta Code=selhniasmo/s | |Beta Code=selhniasmo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[epilepsy]], <span class="bibl">Vett.Val.127.6</span>, al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:20, 28 June 2020
English (LSJ)
ὁ,
A epilepsy, Vett.Val.127.6, al.
German (Pape)
[Seite 870] ὁ, die Mondsucht, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σεληνιασμός: ὁ, ἐπιληψία, ἱερὰ νόσος καθ’ Ἱπποκράτην, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 478F, Ὠριγέν. 3. 578Β· πρβλ. σεληνιάζομαι.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σεληνιάζομαι
η νόσος επιληψία, που, σύμφωνα με παλαιότερη αντίληψη, οφειλόταν στην βλαβερή επίδραση της Σελήνης και τών φάσεών της.