σιδηρόχαλκος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[σιδηρόχαλκος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κράμα]] από σίδηρο και χαλκό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από σίδηρο και χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]]. | |mltxt=ο / [[σιδηρόχαλκος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κράμα]] από σίδηρο και χαλκό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αποτελείται από σίδηρο και χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῑδηρόχαλκος:''' -ον, αυτός που είναι κατασκευασμένος από σίδηρο και χαλκό, [[τομή]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of iron and copper, τομή Luc. Ocyp.96, cf. Zos.Alch.p.214B.
German (Pape)
[Seite 880] von Eisen und Kupfer, τομή, Luc. Ocyp. 96.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόχαλκος: -ον, ὁ ἐκ σιδήρου καὶ χαλκοῦ, τομή Λουκ. Ὠκύπ. 90.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait de fer et de cuivre.
Étymologie: σίδηρος, χαλκός.
Greek Monolingual
ο / σιδηρόχαλκος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
κράμα από σίδηρο και χαλκό
αρχ.
αυτός που αποτελείται από σίδηρο και χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + χαλκός.
Greek Monotonic
σῑδηρόχαλκος: -ον, αυτός που είναι κατασκευασμένος από σίδηρο και χαλκό, τομή, σε Λουκ.