Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκαρφίον: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(37)
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Μ<br />[[κομμάτι]] ή [[ακίδα]] από [[σανίδα]] που χρησιμοποιείται [[αντί]] για κλήρο («ῥίπτουσι δὲ καὶ σκαρφία περὶ τῶν πετεινών, [[εἴτε]] καὶ φαγεῑν [[εἴτε]] καὶ σφάξαι αὐτοὺς καὶ ζῶντας ἐάσειν», Κ. Πορφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρφος]] «[[ξερό]] [[χόρτο]], [[ξυλαράκι]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] [[s]]<i>kerb</i>[[h]]- «[[κάμπτω]], [[καμπουριάζω]]»)].
|mltxt=τὸ, Μ<br />[[κομμάτι]] ή [[ακίδα]] από [[σανίδα]] που χρησιμοποιείται [[αντί]] για κλήρο («ῥίπτουσι δὲ καὶ σκαρφία περὶ τῶν πετεινών, [[εἴτε]] καὶ φαγεῖν [[εἴτε]] καὶ σφάξαι αὐτοὺς καὶ ζῶντας ἐάσειν», Κ. Πορφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρφος]] «[[ξερό]] [[χόρτο]], [[ξυλαράκι]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] [[s]]<i>kerb</i>[[h]]- «[[κάμπτω]], [[καμπουριάζω]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 20:25, 26 March 2021

Greek (Liddell-Scott)

σκαρφίον: τό, τεμάχιον ἢ ἀκὶς ἐκ σανίδος ἐν χρήσει ἀντὶ κλήρου, Βυζ.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
κομμάτι ή ακίδα από σανίδα που χρησιμοποιείται αντί για κλήρο («ῥίπτουσι δὲ καὶ σκαρφία περὶ τῶν πετεινών, εἴτε καὶ φαγεῖν εἴτε καὶ σφάξαι αὐτοὺς καὶ ζῶντας ἐάσειν», Κ. Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος «ξερό χόρτο, ξυλαράκι» (< ρίζα skerbh- «κάμπτω, καμπουριάζω»)].