σουμάδα: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br />αναψυκτικό [[ποτό]] από [[γαλάκτωμα]] αμυγδάλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> ινδ. <i>soma</i> «[[είδος]] ποτού» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδα</i> (Ι), <b>πρβλ.</b> <i>λεμον</i>-<i>άδα</i>].
|mltxt=η, Ν<br />αναψυκτικό [[ποτό]] από [[γαλάκτωμα]] αμυγδάλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> ινδ. <i>soma</i> «[[είδος]] ποτού» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδα</i> (Ι), [[πρβλ]]. [[λεμονάδα]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 10 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
αναψυκτικό ποτό από γαλάκτωμα αμυγδάλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ινδ. soma «είδος ποτού» + κατάλ. -άδα (Ι), πρβλ. λεμονάδα].