σοφιστεύω: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[σοφιστεύομαι]]. | |mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[σοφιστεύομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σοφιστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">1.</b> υποδύομαι τον σοφιστή, [[επιχειρηματολογώ]] ως [[σοφιστής]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[διδάσκω]], [[παραδίδω]] μαθήματα ρητορικής, λέγεται για τους Σοφιστές, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A play the sophist, deal or argue as one, D.61.48, Arist.SE165a28, Epicur. Nat.14.6; occupy oneself with academic pursuits, Cic.Att.2.9.3, 9.9.1; practise the profession of sophist, Epicur.Fr.172. 2 give lectures, as the Sophists did, esp. in Rhetoric, Plu.Luc.22, Caes.3, etc.; ἐπ' ἀργυρίῳ Id.2.1047f: c. acc. cogn., σ. τὰ ῥητορικά lecture in rhetoric, Phld.Rh. 1.223 S., Str.13.1.66. II trans., devise artfully, τι Hld.6.9: also, conceal artfully, dissemble, τὸν ἔρωτα Id.1.10.
German (Pape)
[Seite 914] ein Sophist sein, S. Emp. adv. rhett. 18 Plut. Caes. 3; bes. als Rhetor, Dem. 24. – Auch = wie ein Sophist künstlich erfinden, Hel. 6, 9; auch = listig sich verstellen, schlau verstecken, ἔρωτα 1, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σοφιστεύω: φέρομαι ὡς σοφιστής, ἐνεργῶ ἢ συλλογίζομαι ὡς σοφιστής, Δημ. 1415 ἐν τέλ., Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 1, 7, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 9. 2) διδάσκω ὡς οἱ σοφισταί, μάλιστα τὴν ῥητορικήν, Πλουτ. Λούκουλλ. 22, Καῖσ. 3, κτλ.· ἐπ’ ἀργυρίῳ ὁ αὐτ. 2. 1047F· - ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., σ. τὰ ῥητορικά, διδάσκω τὴν ῥητορικὴν ἐν πραγματείαις, Στράβ. 614. ΙΙ. μεταβ., ἐπινοῶ ἐντέχνως, τι Ἡλιόδ. 6. 9· ὡσαύτως, ἐντέχνως κρύπτω, ἀποκρύπτω, τὸν ἔρωτα ὁ ἀυτ. 1. 10. - Ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
French (Bailly abrégé)
faire fonction de sophiste.
Étymologie: σοφιστής.
Greek Monolingual
Α
βλ. σοφιστεύομαι.
Greek Monotonic
σοφιστεύω: μέλ. -σω·
1. υποδύομαι τον σοφιστή, επιχειρηματολογώ ως σοφιστής, σε Δημ.
2. διδάσκω, παραδίδω μαθήματα ρητορικής, λέγεται για τους Σοφιστές, σε Πλούτ.