σπίνα: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(38)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>2.</b> το [[πουλί]] [[σπίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[σπίνος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σπίζω]], [[σπίγγος]])].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br />(αρχ. αθλ.) [[διαχωριστικός]] [[τοίχος]] στο [[μέσο]] της αρένας τών ρωμαϊκών ιπποδρομίων διακοσμημένος με αγάλματα και οβελίσκους [[γύρω]] από τον οποίο γίνονταν οι αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>spina</i> «[[αγκάθι]], [[διαχωριστικός]] [[τοίχος]] στο [[μέσο]] της αρένας»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>2.</b> το [[πουλί]] [[σπίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[σπίνος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σπίζω]], [[σπίγγος]])].<br /> <b>(II)</b><br />η, Ν<br />(αρχ. αθλ.) [[διαχωριστικός]] [[τοίχος]] στο [[μέσο]] της αρένας τών ρωμαϊκών ιπποδρομίων διακοσμημένος με αγάλματα και οβελίσκους [[γύρω]] από τον οποίο γίνονταν οι αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>spina</i> «[[αγκάθι]], [[διαχωριστικός]] [[τοίχος]] στο [[μέσο]] της αρένας»].
}}
}}

Revision as of 12:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπίνα Medium diacritics: σπίνα Low diacritics: σπίνα Capitals: ΣΠΙΝΑ
Transliteration A: spína Transliteration B: spina Transliteration C: spina Beta Code: spi/na

English (LSJ)

ἡ,=

   A σπίνος 1, Hsch.    II a fish, Alex.84.

German (Pape)

[Seite 921] ἡ, = σπίνος; Alexis bei Ath. VII, 326 d; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σπίνα: ἢ σπίνη, ἡ, = σπίνος, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Ἄλεξ. ἐν «Ἐρετρ.»1.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
1. είδος ψαριού
2. το πουλί σπίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σπίνος (βλ. και λ. σπίζω, σπίγγος)].
(II)
η, Ν
(αρχ. αθλ.) διαχωριστικός τοίχος στο μέσο της αρένας τών ρωμαϊκών ιπποδρομίων διακοσμημένος με αγάλματα και οβελίσκους γύρω από τον οποίο γίνονταν οι αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. spina «αγκάθι, διαχωριστικός τοίχος στο μέσο της αρένας»].