σπλήν: Difference between revisions
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ηνός, ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σπλήνα]]. | |mltxt=-ηνός, ὁ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σπλήνα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σπλήν:''' ὁ, γεν. <i>σπληνός</i>, [[σπλήνα]], [[αδένας]] πάνω απ' το [[νεφρό]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, gen. σπληνός:—
A milt, spleen, Hdt.2.47, Hp.VM22, Ar. Fr.506.4, Antiph.222.8; τὸν σ. ἐκβαλεῖν, of one dying with anxiety, Ar.Th.3. 2 pl. σπλῆνες, affections of the spleen, Hp.Aph.3.22. 3 αἰγὸς σ., = μολόχη, mallow, Ps.-Dsc.2.118. II = σπληνίον 1, Hp.Off.12. (Prob. cogn. with σπλάγχνον and with Skt. plīhán-, Lat. lien, Slav. slèzena, Lith. blužnìs.)
German (Pape)
[Seite 922] ὁ, gen. σπληνός, die Milz; Her. 2, 47; πρὶν τὸν σπλῆνα κομιδῇ μ' ἐκβαλεῖν, Ar. Thesm. 3; Plat. Tim. 72 c im plur., Milzsucht. – Auch ein Verband, wie σπλήνιον.
Greek (Liddell-Scott)
σπλήν: ὁ, γεν. σπληνός· - ἡ «σπλήνα», Ἡρόδ. 2. 47, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλωτ.» 1. 8· τὸν σπλῆνα ἐκβάλλειν, ἐπὶ τοῦ ἐκ τῆς μερίμνης καὶ στενοχωρίας ἀποθνήσκοντος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 3. 2) πληθ. σπλῆνες, πάθη, ἀσθένεια τοῦ σπληνός, Ἱππ. Ἀφ. 1248. 3. 3) αἰγὸς σπλήν, ὄνομα τῆς μαλάχης, Διοσκ. 2. 144. ΙΙ. = σπληνίον, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 745. (Συγγενὲς πρὸς τὸ σπλάγχνον· πρβλ. Σανσκ. plihan· Λατιν. lien· Σλαυ. slezena· Λιθ. bluznis).
French (Bailly abrégé)
σπληνός (ὁ) :
rate.
Étymologie: DELG étym. difficile dans le détail, apparenté à σπλάγχνον.
Greek Monolingual
-ηνός, ὁ, ΜΑ
βλ. σπλήνα.
Greek Monotonic
σπλήν: ὁ, γεν. σπληνός, σπλήνα, αδένας πάνω απ' το νεφρό, σε Ηρόδ.