Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπονδυλωτός: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(38)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σπονδύλους, που αποτελείται από σπονδύλους, που [[είναι]] [[συγκροτημένος]] από σπονδύλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αποτελείται από [[χωριστά]] μέρη τα οποία όμως έχουν εσωτερική ή θεματική [[ενότητα]] («σπονδυλωτό [[έργο]]»)<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> α) (για τύπο διάταξης τών φύλλων στον βλαστό) αυτός [[κατά]] τον οποίο από ένα [[γόνατο]] εκφύονται [[τρία]] ή περισσότερα φύλλα<br />β) (για τύπο διάταξης τών οφθαλμών στον ανθοφόρο βλαστό) αυτός [[κατά]] τον οποίο σε [[κάθε]] [[γόνατο]] υπάρχουν [[τρεις]] ή περισσότεροι οφθαλμοί<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[σπονδυλωτά]]<br />τα σπονδυλόζωα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπόνδυλος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σπονδύλους, που αποτελείται από σπονδύλους, που [[είναι]] [[συγκροτημένος]] από σπονδύλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αποτελείται από [[χωριστά]] μέρη τα οποία όμως έχουν εσωτερική ή θεματική [[ενότητα]] («σπονδυλωτό [[έργο]]»)<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> α) (για τύπο διάταξης τών φύλλων στον βλαστό) αυτός [[κατά]] τον οποίο από ένα [[γόνατο]] εκφύονται [[τρία]] ή περισσότερα φύλλα<br />β) (για τύπο διάταξης τών οφθαλμών στον ανθοφόρο βλαστό) αυτός [[κατά]] τον οποίο σε [[κάθε]] [[γόνατο]] υπάρχουν [[τρεις]] ή περισσότεροι οφθαλμοί<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[σπονδυλωτά]]<br />τα σπονδυλόζωα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπόνδυλος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που έχει σπονδύλους, που αποτελείται από σπονδύλους, που είναι συγκροτημένος από σπονδύλους
2. μτφ. αυτός που αποτελείται από χωριστά μέρη τα οποία όμως έχουν εσωτερική ή θεματική ενότητα («σπονδυλωτό έργο»)
3. βοτ. α) (για τύπο διάταξης τών φύλλων στον βλαστό) αυτός κατά τον οποίο από ένα γόνατο εκφύονται τρία ή περισσότερα φύλλα
β) (για τύπο διάταξης τών οφθαλμών στον ανθοφόρο βλαστό) αυτός κατά τον οποίο σε κάθε γόνατο υπάρχουν τρεις ή περισσότεροι οφθαλμοί
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπονδυλωτά
τα σπονδυλόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόνδυλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].