στεγανόπους: Difference between revisions
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
(38) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ<br />(για πτηνά, [[αμφίβια]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του ενωμένα με νηκτική μεμβράνη<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καλύπτει τον εαυτό του με τα πόδια του, που κρύβεται [[πίσω]] απ' τα πόδια του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στεγανός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>]. | |mltxt=-ουν, ΝΜΑ<br />(για πτηνά, [[αμφίβια]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του ενωμένα με νηκτική μεμβράνη<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καλύπτει τον εαυτό του με τα πόδια του, που κρύβεται [[πίσω]] απ' τα πόδια του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στεγανός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στεγᾰνόπους:''' ποδος adj. с перепонками на лапах (τὰ πλωτά, sc. ζῷα Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A covering oneself with one's feet, Alcm. 118. II web-footed, opp. σχιζόπους, Arist.HA504a7, 593a27, al.; τὰ στεγανόποδα Id.PA692b24, al.
German (Pape)
[Seite 932] π οδος, sich mit den Füßen bedeckend, ein Volk wie die σκιάποδες, Alcm. bei Strab. 7, 3, 6; – τὰ στεγανόποδα, Arist. H. A. 2, 12, sind Thiere, deren Zehen mit einer Schwimmhaut verbunden sind, wie die Biber, Ggstz σχιζόπους.
Greek (Liddell-Scott)
στεγᾰνόπους: -οδος, ὁ, ἡ, ὁ καλύπτων ἑαυτὸν διὰ τῶν ποδῶν του, Ἀλκμὰν 56 (Welck.)· πρβλ. σκιάποδες. ΙΙ. ὁ ἔχων πόδας στεγανοὺς ἢ διὰ μεμβράνης ἡνωμένους τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν, ἀντίθετον τῷ σχιζόπους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 3., 8. 3. 15, κ. ἀλλ.· τὰ στεγανόποδα ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 8, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· πρβλ. στεγνός.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΜΑ
(για πτηνά, αμφίβια κ.λπ.) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του ενωμένα με νηκτική μεμβράνη
αρχ.
αυτός που καλύπτει τον εαυτό του με τα πόδια του, που κρύβεται πίσω απ' τα πόδια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγανός + πούς, ποδός].
Russian (Dvoretsky)
στεγᾰνόπους: ποδος adj. с перепонками на лапах (τὰ πλωτά, sc. ζῷα Arst.).