στροβητός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(38)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στροβῶ]]<br />[[στριμμένος]], [[στριφτός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στροβητῶς</i> Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τεταραγμένως]] «.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στροβῶ]]<br />[[στριμμένος]], [[στριφτός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στροβητῶς</i> Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τεταραγμένως]] «.
}}
{{elru
|elrutext='''στροβητός:''' [adj. verb. к [[στροβέω]] вращаемый, кружимый (τροχῷ Luc.).
}}
}}

Revision as of 03:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροβητός Medium diacritics: στροβητός Low diacritics: στροβητός Capitals: ΣΤΡΟΒΗΤΟΣ
Transliteration A: strobētós Transliteration B: strobētos Transliteration C: strovitos Beta Code: strobhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A wheeled round or about, Luc.Trag. 12. Adv. -τῶς Hsch.

German (Pape)

[Seite 954] herumgedreht, gewaltsam bewegt, Luc. Tragodop. 199.

Greek (Liddell-Scott)

στροβητός: -ή, -όν, γυριστός, στρημμένος, Λουκ. Τραγ. 12. - Ἐπίρρ. στροβητῶς, «τεταραγμένως» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
entraîné par un mouvement tournant.
Étymologie: στροβέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στροβῶ
στριμμένος, στριφτός.
επίρρ...
στροβητῶς Α
(κατά τον Ησύχ.) «τεταραγμένως «.

Russian (Dvoretsky)

στροβητός: [adj. verb. к στροβέω вращаемый, кружимый (τροχῷ Luc.).