συγκατηρεφής: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκατηρεφής''': -ές, [[πανταχόθεν]] [[κατηρεφής]], κεκαλυμμένος, Λυκόφρ. 1280 | |lstext='''συγκατηρεφής''': -ές, [[πανταχόθεν]] [[κατηρεφής]], κεκαλυμμένος, Λυκόφρ. 1280 | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />ο από [[παντού]] καλυμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατηρεφής]] «σκεπασμένος, καλυμμένος»]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />ο από [[παντού]] καλυμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατηρεφής]] «σκεπασμένος, καλυμμένος»]. | |mltxt=-ές, Α<br />ο από [[παντού]] καλυμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατηρεφής]] «σκεπασμένος, καλυμμένος»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A quite covered, Lyc.1280.
German (Pape)
[Seite 966] ές, ganz bedeckt, Lycophr. 1279.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατηρεφής: -ές, πανταχόθεν κατηρεφής, κεκαλυμμένος, Λυκόφρ. 1280
Greek Monolingual
-ές, Α
ο από παντού καλυμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατηρεφής «σκεπασμένος, καλυμμένος»].
Greek Monolingual
-ές, Α
ο από παντού καλυμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατηρεφής «σκεπασμένος, καλυμμένος»].