σύγκληση: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[μετά]] από [[πρόσκληση]] ουγκέντωση, πολλών [[συνήθως]], ατόμων στο ίδιο [[μέρος]] και για τον ίδιο σκοπό («η [[σύγκληση]] του διοικητικού συμβουλίου»)<br /><b>2.</b> η [[πρόσκληση]] για τέτοια [[συγκέντρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκαλώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. [[σύγκλησις]], μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Παλιγγενεσία</i>].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[μετά]] από [[πρόσκληση]] ουγκέντωση, πολλών [[συνήθως]], ατόμων στο ίδιο [[μέρος]] και για τον ίδιο σκοπό («η [[σύγκληση]] του διοικητικού συμβουλίου»)<br /><b>2.</b> η [[πρόσκληση]] για τέτοια [[συγκέντρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκαλώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. [[σύγκλησις]], μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Παλιγγενεσία</i>].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[μετά]] από [[πρόσκληση]] ουγκέντωση, πολλών [[συνήθως]], ατόμων στο ίδιο [[μέρος]] και για τον ίδιο σκοπό («η [[σύγκληση]] του διοικητικού συμβουλίου»)<br /><b>2.</b> η [[πρόσκληση]] για τέτοια [[συγκέντρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκαλώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. [[σύγκλησις]], μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Παλιγγενεσία</i>].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

η, Ν
1. μετά από πρόσκληση ουγκέντωση, πολλών συνήθως, ατόμων στο ίδιο μέρος και για τον ίδιο σκοπό («η σύγκληση του διοικητικού συμβουλίου»)
2. η πρόσκληση για τέτοια συγκέντρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκαλώ. Η λ., στον λόγιο τ. σύγκλησις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Greek Monolingual

η, Ν
1. μετά από πρόσκληση ουγκέντωση, πολλών συνήθως, ατόμων στο ίδιο μέρος και για τον ίδιο σκοπό («η σύγκληση του διοικητικού συμβουλίου»)
2. η πρόσκληση για τέτοια συγκέντρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκαλώ. Η λ., στον λόγιο τ. σύγκλησις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].