συμπαρατρέχω: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=courir ensemble à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρατρέχω]].
|btext=courir ensemble à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρατρέχω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(κυριολ. και μτφ.) [[τρέχω]] [[μαζί]] με κάποιον ή με [[κάτι]], [[τρέχω]] παράλληλα με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρατρέχω]] «[[συνοδεύω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(κυριολ. και μτφ.) [[τρέχω]] [[μαζί]] με κάποιον ή με [[κάτι]], [[τρέχω]] παράλληλα με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρατρέχω]] «[[συνοδεύω]]»].
|mltxt=Α<br />(κυριολ. και μτφ.) [[τρέχω]] [[μαζί]] με κάποιον ή με [[κάτι]], [[τρέχω]] παράλληλα με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρατρέχω]] «[[συνοδεύω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρατρέχω Medium diacritics: συμπαρατρέχω Low diacritics: συμπαρατρέχω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: symparatréchō Transliteration B: symparatrechō Transliteration C: symparatrecho Beta Code: sumparatre/xw

English (LSJ)

   A run alongside with, Plu.Cat.Ma.5, Arat.7.

German (Pape)

[Seite 985] (s. τρέχω), mit, zugleich nebenher laufen, Plut. Cat. mai. 5.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρατρέχω: παρατρέχω, δηλ. τρέχω ὁμοῦ ἐκ παραλλήλου μετά τινος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5. κτλ.

French (Bailly abrégé)

courir ensemble à côté de.
Étymologie: σύν, παρατρέχω.

Greek Monolingual

Α
(κυριολ. και μτφ.) τρέχω μαζί με κάποιον ή με κάτι, τρέχω παράλληλα με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέχω «συνοδεύω»].

Greek Monolingual

Α
(κυριολ. και μτφ.) τρέχω μαζί με κάποιον ή με κάτι, τρέχω παράλληλα με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέχω «συνοδεύω»].