συμπρογιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπρογιγνώσκω''': ἢ -προγινώσκω, [[προγνωρίζω]] ἢ [[προβλέπω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Ἰάμβλ. περὶ Μυστηρίων 4. 6.
|lstext='''συμπρογιγνώσκω''': ἢ -προγινώσκω, [[προγνωρίζω]] ἢ [[προβλέπω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Ἰάμβλ. περὶ Μυστηρίων 4. 6.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[προβλέπω]] κι εγώ [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[προγιγνώσκω]] «[[προβλέπω]], [[γνωρίζω]] εκ τών προτέρων»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[προβλέπω]] κι εγώ [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[προγιγνώσκω]] «[[προβλέπω]], [[γνωρίζω]] εκ τών προτέρων»].
|mltxt=Α<br />[[προβλέπω]] κι εγώ [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[προγιγνώσκω]] «[[προβλέπω]], [[γνωρίζω]] εκ τών προτέρων»].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρογιγνώσκω Medium diacritics: συμπρογιγνώσκω Low diacritics: συμπρογιγνώσκω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: symprogignṓskō Transliteration B: symprogignōskō Transliteration C: symprogignosko Beta Code: sumprogignw/skw

English (LSJ)

   A foreknow or foresee along with, Iamb.Myst.6.4.

German (Pape)

[Seite 990] (s. γιγνώσκω), mit voraussehen, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρογιγνώσκω: ἢ -προγινώσκω, προγνωρίζωπροβλέπω ὁμοῦ μετά τινος, Ἰάμβλ. περὶ Μυστηρίων 4. 6.

Greek Monolingual

Α
προβλέπω κι εγώ μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προγιγνώσκω «προβλέπω, γνωρίζω εκ τών προτέρων»].

Greek Monolingual

Α
προβλέπω κι εγώ μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + προγιγνώσκω «προβλέπω, γνωρίζω εκ τών προτέρων»].