συναναπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναναπλάσσω''': ἀναπλάττω ἢ [[σχηματίζω]] συγχρόνως, Μάξιμ. Τύρ. 24. 5, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 550Α.
|lstext='''συναναπλάσσω''': ἀναπλάττω ἢ [[σχηματίζω]] συγχρόνως, Μάξιμ. Τύρ. 24. 5, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 550Α.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[αναπλάσσω]], [[ανασχηματίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταβάλλω]] φαρμακευτικό υλικό σε χάπια.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[αναπλάσσω]], [[ανασχηματίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταβάλλω]] φαρμακευτικό υλικό σε χάπια.
|mltxt=ΜΑ<br />[[αναπλάσσω]], [[ανασχηματίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μεταβάλλω]] φαρμακευτικό υλικό σε χάπια.
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναπλάσσω Medium diacritics: συναναπλάσσω Low diacritics: συναναπλάσσω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: synanaplássō Transliteration B: synanaplassō Transliteration C: synanaplasso Beta Code: sunanapla/ssw

English (LSJ)

   A help in refashioning, Max.Tyr.24.5.    2 make up into pills, Dsc.4.164.

German (Pape)

[Seite 1000] mit oder zugleich bilden, erdichten, Max. Tyr.

Greek (Liddell-Scott)

συναναπλάσσω: ἀναπλάττω ἢ σχηματίζω συγχρόνως, Μάξιμ. Τύρ. 24. 5, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 550Α.

Greek Monolingual

ΜΑ
αναπλάσσω, ανασχηματίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
μεταβάλλω φαρμακευτικό υλικό σε χάπια.

Greek Monolingual

ΜΑ
αναπλάσσω, ανασχηματίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
μεταβάλλω φαρμακευτικό υλικό σε χάπια.