συνδιαφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιαφεύγω''': μέλλ. -ξομαι, [[διαφεύγω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], μεθ’ οὐ συνδιέφευγον Δίων Κ. 48, 44.
|lstext='''συνδιαφεύγω''': μέλλ. -ξομαι, [[διαφεύγω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], μεθ’ οὐ συνδιέφευγον Δίων Κ. 48, 44.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]] από [[κάπου]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]] από [[κάπου]] [[μαζί]] με άλλον.
|mltxt=Α<br />[[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]] από [[κάπου]] [[μαζί]] με άλλον.
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαφεύγω Medium diacritics: συνδιαφεύγω Low diacritics: συνδιαφεύγω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΦΕΥΓΩ
Transliteration A: syndiapheúgō Transliteration B: syndiapheugō Transliteration C: syndiafeygo Beta Code: sundiafeu/gw

English (LSJ)

   A escape along with, D.C.48.44.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. φεύγω), mit od. zugleich hindurchfliehen, D. Cass. 48, 44.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαφεύγω: μέλλ. -ξομαι, διαφεύγω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, μεθ’ οὐ συνδιέφευγον Δίων Κ. 48, 44.

Greek Monolingual

Α
διαφεύγω, δραπετεύω από κάπου μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

Α
διαφεύγω, δραπετεύω από κάπου μαζί με άλλον.