συνεκτίνω: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=acquitter avec, aider à acquitter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκτίνω]].
|btext=acquitter avec, aider à acquitter.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκτίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πληρώνω]] από κοινού με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκτίνω]] «[[πληρώνω]], [[ξεπληρώνω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πληρώνω]] από κοινού με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκτίνω]] «[[πληρώνω]], [[ξεπληρώνω]]»].
|mltxt=Α<br />[[πληρώνω]] από κοινού με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκτίνω]] «[[πληρώνω]], [[ξεπληρώνω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκτίνω Medium diacritics: συνεκτίνω Low diacritics: συνεκτίνω Capitals: ΣΥΝΕΚΤΙΝΩ
Transliteration A: synektínō Transliteration B: synektinō Transliteration C: synektino Beta Code: sunekti/nw

English (LSJ)

[ῐ], fut. -τείσω,

   A pay along with or together, help in paying, Id.Lg.855b, D.53.26, Plu.Rom.13.

German (Pape)

[Seite 1013] (s. τίνω), mit od. zugleich bezahlen, büßen; Plat. Legg. IX, 855 b; ὡμολόγησαν αὐτοὶ συνεκτίσειν, Dem. 53, 26; ζημίαν συνεκτίσειν, Plut. Camill. 12.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκτίνω: [ῐ], μέλλ -τίσω [ῑ], ἐκτίνω, πληρώνω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς πληρωμήν, Πλάτ. Νόμ. 855Β, Δημ. 1254. 27, Πλουτ. Ρωμ. 13 (διάφ. γραφ. συνεκτιννύοντες), κτλ.

French (Bailly abrégé)

acquitter avec, aider à acquitter.
Étymologie: σύν, ἐκτίνω.

Greek Monolingual

Α
πληρώνω από κοινού με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκτίνω «πληρώνω, ξεπληρώνω»].

Greek Monolingual

Α
πληρώνω από κοινού με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκτίνω «πληρώνω, ξεπληρώνω»].