συνελευστικός: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui aime le monde, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[συνέλευσις]].
|btext=ή, όν :<br />qui aime le monde, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[συνέλευσις]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συνέλευσις]]<br />ο διατεθειμένος για [[συναναστροφή]], [[κοινωνικός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συνέλευσις]]<br />ο διατεθειμένος για [[συναναστροφή]], [[κοινωνικός]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συνέλευσις]]<br />ο διατεθειμένος για [[συναναστροφή]], [[κοινωνικός]].
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνελευστικός Medium diacritics: συνελευστικός Low diacritics: συνελευστικός Capitals: ΣΥΝΕΛΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: syneleustikós Transliteration B: syneleustikos Transliteration C: synelefstikos Beta Code: suneleustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed for society, τὸ σ. Plu.2.757c.

German (Pape)

[Seite 1014] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14.

Greek (Liddell-Scott)

συνελευστικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ τύπος οὗτος πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ συνέλευστος ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aime le monde, sociable.
Étymologie: συνέλευσις.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνέλευσις
ο διατεθειμένος για συναναστροφή, κοινωνικός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνέλευσις
ο διατεθειμένος για συναναστροφή, κοινωνικός.