συγκινδυνεύω: Difference between revisions
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκινδυνεύω Α<br /><b>1.</b> [[κινδυνεύω]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[αγωνίζομαι]] [[μαζί]] με άλλον, [[πολεμώ]] [[μαζί]] με κάποιον («συγκινδυνεύωμεν καὶ μετέχωμεν τοῡ ψόγου», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκινδυνεύω Α<br /><b>1.</b> [[κινδυνεύω]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[αγωνίζομαι]] [[μαζί]] με άλλον, [[πολεμώ]] [[μαζί]] με κάποιον («συγκινδυνεύωμεν καὶ μετέχωμεν τοῡ ψόγου», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διατρέχω]] κίνδυνο από κοινού με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., [[συμμετέχω]] στον κίνδυνο, [[κινδυνεύω]], [[πολεμώ]] μαζί με, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:19, 30 December 2018
English (LSJ)
A incur danger along with others, τισι Th.8.22, Plu.Art.8, etc.; τῷ φράζειν σ. τινί by saying, Pl.Lg.969a; μετά τινος Plb.2.3.5: abs., share in the danger, be partners in danger, X.Ages.11.13, Pl.Phlb.29a, D.15.19, etc.; πρὸς τοὺς βαρβάρους OGI 765.21 (Priene): c. dat. modi, τῷ ναυτικῷ with their navy, Isoc.8.97.
German (Pape)
[Seite 967] mit Gefahr laufen, sich mit Einem in Gefahr begeben, τινί, Plat. Phil. 29 a Legg. XII, 969 a; Thuc. 8, 22; Xen. Ages. 11, 13, mit od. neben Einem kämpfen, οἱ μετὰ τῶν εὐζώνων συγκινδυνεύοντες ἱππεῖς, Pol. 2, 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
συγκινδῡνεύω: κινδυνεύω ὁμοῦ μετά τινος ἄλλου, τινι Θουκ. 8. 22, Πλούταρχ. κλπ.· τῷ φράζειν σ. τινὶ Πλάτ. Νόμ. 969A· μετά τινος Πολύβ. 2. 3, 5 ― ἀπολ., μετέχω τοῦ κινδύνου, Ξεν. Ἀγησ. 11. 13, Πλάτ. Φίληβ. 29A, Δημ. 196. 3, κτλ.· μετὰ δοτ. τρόπου, τῷ ναυτικῷ, διὰ τοῦ ναυτικοῦ των, Ἰσοκρ. 179A.
French (Bailly abrégé)
1 s’exposer à un danger avec, τινι;
2 particul. être compagnon d’armes de, τινι.
Étymologie: σύν, κινδυνεύω.
Greek Monolingual
ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκινδυνεύω Α
1. κινδυνεύω μαζί με κάποιον
2. αγωνίζομαι μαζί με άλλον, πολεμώ μαζί με κάποιον («συγκινδυνεύωμεν καὶ μετέχωμεν τοῡ ψόγου», Πλάτ.).
Greek Monolingual
ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκινδυνεύω Α
1. κινδυνεύω μαζί με κάποιον
2. αγωνίζομαι μαζί με άλλον, πολεμώ μαζί με κάποιον («συγκινδυνεύωμεν καὶ μετέχωμεν τοῡ ψόγου», Πλάτ.).
Greek Monotonic
συγκινδῡνεύω: μέλ. -σω, διατρέχω κίνδυνο από κοινού με κάποιον, τινί, σε Θουκ. κ.λπ.· απόλ., συμμετέχω στον κίνδυνο, κινδυνεύω, πολεμώ μαζί με, σε Ξεν., Δημ. κ.λπ.