συγκολλητής: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ [[συγκολλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επινοητής]] («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, [[περίτριμμα]] δικῶν», <b>Αριστοφ.</b>). | |mltxt=ο, ΝΑ [[συγκολλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επινοητής]] («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, [[περίτριμμα]] δικῶν», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκολλητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, [[κατασκευαστής]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who glues together, fabricator, ψευδῶν Ar.Nu.446 (anap.).
German (Pape)
[Seite 969] ὁ, der Zusammenleimende, Zusammensetzende, ψευδῶν Ar. Nubb. 445.
Greek (Liddell-Scott)
συγκολλητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui colle ensemble, qui assemble.
Étymologie: συγκολλάω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συγκολλῶ
νεοελλ.
μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις
αρχ.
μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συγκολλῶ
νεοελλ.
μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις
αρχ.
μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
συγκολλητής: -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, κατασκευαστής, σε Αριστοφ.