σύγχρους: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
(39)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν και -οος, -οον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[χρώμα]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> /-<i>χροος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>χρους</i>].
|mltxt=-ουν και -οος, -οον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το ίδιο [[χρώμα]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> /-<i>χροος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]]»), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>χρους</i>].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύγ-χρους, ουν, [[χρόα]]<br />of like [[colour]] or [[look]], Polyb.
}}
}}

Revision as of 12:30, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. σύγχροος.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].

Middle Liddell

σύγ-χρους, ουν, χρόα
of like colour or look, Polyb.