σύδην: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[ορμή]], [[σφοδρώς]] («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων [[σύδην]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συ</i>- του [[σεύω]] «[[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[ορμώ]], [[διώκω]]» (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>έσ</i>-<i>σν</i>-<i>μην</i>) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μίγ</i>-<i>δην</i>), <b>βλ.</b> και λ. [[πανσυδί]].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[ορμή]], [[σφοδρώς]] («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων [[σύδην]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συ</i>- του [[σεύω]] «[[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[ορμώ]], [[διώκω]]» (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>έσ</i>-<i>σν</i>-<i>μην</i>) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μίγ</i>-<i>δην</i>), <b>βλ.</b> και λ. [[πανσυδί]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύδην:''' [ῠ], επίρρ. ([[σεύω]]), ορμητικά, βίαια, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύδην Medium diacritics: σύδην Low diacritics: σύδην Capitals: ΣΥΔΗΝ
Transliteration A: sýdēn Transliteration B: sydēn Transliteration C: sydin Beta Code: su/dhn

English (LSJ)

[ῠ], Adv., (σεύω)

   A impetuously, hurriedly, ς . . . αἴρονται φυγήν A.Pers.480.

German (Pape)

[Seite 972] (σεύω) adv., mit Ungestüm, heftig, σύδην κατ' οὖρον οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν, Aesch. Pers. 492.

Greek (Liddell-Scott)

σύδην: [ῠ], Ἐπίρρ. (σεύω) ταχέως καὶ ὁρμητικῶς, μετὰ σπουδῆς, σ. αἴρεσθαι φυγὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 480.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec impétuosité.
Étymologie: σεύω, -δην.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με ορμή, σφοδρώς («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων σύδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ- του σεύω «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. έσ-σν-μην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην), βλ. και λ. πανσυδί.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με ορμή, σφοδρώς («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων σύδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ- του σεύω «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. έσ-σν-μην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην), βλ. και λ. πανσυδί.

Greek Monotonic

σύδην: [ῠ], επίρρ. (σεύω), ορμητικά, βίαια, σε Αισχύλ.