συμπαρίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(39)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. [[συμπαρίστημι]] Α [[παρίστημι]]/ [[παριστάνω]]<br />[[παραστέκω]] σε κάποιον, [[δίνω]] [[συμπαράσταση]] σε κάποιον, τον [[υποστηρίζω]] υλικά και ηθικά, τον [[βοηθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[θέση]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[τοποθετώ]] τον έναν [[κοντά]] στον άλλον.
|mltxt=ΝΜΑ, και ενεργ. [[συμπαρίστημι]] Α [[παρίστημι]]/ [[παριστάνω]]<br />[[παραστέκω]] σε κάποιον, [[δίνω]] [[συμπαράσταση]] σε κάποιον, τον [[υποστηρίζω]] υλικά και ηθικά, τον [[βοηθώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[θέση]] [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[τοποθετώ]] τον έναν [[κοντά]] στον άλλον.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-παρίσταμαι, Att. ξυμπαρίσταμαι, intrans. medestander worden van, bijstaan, met dat.
}}
}}

Revision as of 09:00, 1 January 2019

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ. συμπαρίστημι Α παρίστημι/ παριστάνω
παραστέκω σε κάποιον, δίνω συμπαράσταση σε κάποιον, τον υποστηρίζω υλικά και ηθικά, τον βοηθώ
αρχ.
1. παίρνω θέση κοντά σε κάποιον
2. ενεργ. τοποθετώ τον έναν κοντά στον άλλον.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ. συμπαρίστημι Α παρίστημι/ παριστάνω
παραστέκω σε κάποιον, δίνω συμπαράσταση σε κάποιον, τον υποστηρίζω υλικά και ηθικά, τον βοηθώ
αρχ.
1. παίρνω θέση κοντά σε κάποιον
2. ενεργ. τοποθετώ τον έναν κοντά στον άλλον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρίσταμαι, Att. ξυμπαρίσταμαι, intrans. medestander worden van, bijstaan, met dat.