συμμορφίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(39) |
(c2) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[σύμμορφος]]<br />([[κυρίως]] το παθ.) [[συμμορφίζομαι]]<br />[[γίνομαι]] όμοιος ως [[προς]] τη [[μορφή]]. | |mltxt=Α [[σύμμορφος]]<br />([[κυρίως]] το παθ.) [[συμμορφίζομαι]]<br />[[γίνομαι]] όμοιος ως [[προς]] τη [[μορφή]]. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':summorfÒw 沁-摩而賀哦<p>'''詞類次數''':動詞(1)<p>'''原文字根''':共同-形狀<p>'''字義溯源''':使類似,同化,效法;源自([[σύμμορφος]])=相似的),由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[μορφή]])*=形像)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);腓(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 效法(1) 腓3:10 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 2 October 2019
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
συμμορφίζω: συμμορφόω, Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 10, Βασίλ. ἐν Ὁμιλ. 22, σ. 549 ἐν τῷ Παθ.
Greek Monolingual
Α σύμμορφος
(κυρίως το παθ.) συμμορφίζομαι
γίνομαι όμοιος ως προς τη μορφή.
Greek Monolingual
Α σύμμορφος
(κυρίως το παθ.) συμμορφίζομαι
γίνομαι όμοιος ως προς τη μορφή.
Chinese
原文音譯:summorfÒw 沁-摩而賀哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-形狀
字義溯源:使類似,同化,效法;源自(σύμμορφος)=相似的),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(μορφή)*=形像)組成
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 效法(1) 腓3:10