συμπάθιο: Difference between revisions
From LSJ
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δ. γρφ. [[συμπάθειο]], το, Ν<br /><b>1.</b> [[συγγνώμη]], [[συγχώρηση]] («[[συμπάθιο]] [[πρώτα]] σού [[ζητώ]], [[κερά]] και [[θυγατέρα]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «με το [[συμπάθιο]]» — με συγχωρείτε, [[ζητώ]] [[συγγνώμη]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «απ' τον καιρό που βγήκε το [[συμπάθιο]] χάθηκε η [[ευγένεια]]» — λέγεται για όσους φέρονται με [[αδιακρισία]] και αρκούνται στο να ζητούν [[κάθε]] [[φορά]] [[συγγνώμη]] για τα προβλήματα ή τις δυσάρεστες καταστάσεις που προκαλούν στους άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. <span style="color: red;"><</span> [[συμπαθώ]] / [[συμπάθεια]] (<b>πρβλ.</b> <i>συνηθώ</i>: <i>συνήθιο</i>)]. | |mltxt=και δ. γρφ. [[συμπάθειο]], το, Ν<br /><b>1.</b> [[συγγνώμη]], [[συγχώρηση]] («[[συμπάθιο]] [[πρώτα]] σού [[ζητώ]], [[κερά]] και [[θυγατέρα]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «με το [[συμπάθιο]]» — με συγχωρείτε, [[ζητώ]] [[συγγνώμη]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «απ' τον καιρό που βγήκε το [[συμπάθιο]] χάθηκε η [[ευγένεια]]» — λέγεται για όσους φέρονται με [[αδιακρισία]] και αρκούνται στο να ζητούν [[κάθε]] [[φορά]] [[συγγνώμη]] για τα προβλήματα ή τις δυσάρεστες καταστάσεις που προκαλούν στους άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. <span style="color: red;"><</span> [[συμπαθώ]] / [[συμπάθεια]] (<b>πρβλ.</b> <i>συνηθώ</i>: <i>συνήθιο</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:40, 27 September 2022
Greek Monolingual
και δ. γρφ. συμπάθειο, το, Ν
1. συγγνώμη, συγχώρηση («συμπάθιο πρώτα σού ζητώ, κερά και θυγατέρα», Ερωτόκρ.)
2. φρ. «με το συμπάθιο» — με συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμη
3. παροιμ. φρ. «απ' τον καιρό που βγήκε το συμπάθιο χάθηκε η ευγένεια» — λέγεται για όσους φέρονται με αδιακρισία και αρκούνται στο να ζητούν κάθε φορά συγγνώμη για τα προβλήματα ή τις δυσάρεστες καταστάσεις που προκαλούν στους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < συμπαθώ / συμπάθεια (πρβλ. συνηθώ: συνήθιο)].