συμπρεσβεύω: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[πρεσβεύω]]<br />αποστέλλομαι ως [[πρεσβευτής]] [[μαζί]] με άλλους. | |mltxt=ΜΑ [[πρεσβεύω]]<br />αποστέλλομαι ως [[πρεσβευτής]] [[μαζί]] με άλλους. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμπρεσβεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αποστέλλομαι ως [[πρεσβευτής]] μαζί με άλλον ή άλλους πρεσβευτές, είμαι [[πρεσβευτής]] από κοινού, [[συμπρεσβευτής]], σε Δημ., Αισχίν. — Μέσ., [[συμμετέχω]] στην [[αποστολή]] μιας πρεσβείας, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A to be a fellow-ambassador, be joined or associated with on an embassy, D.19.189, Aeschin.2.169, IG22.844.15, OGI333.12 (ii B.C.):—Med., join in sending an embassy, Th.3.92, 5.44.
German (Pape)
[Seite 990] Mitgesandter sein, mit bei einer Gesandtschaft sein, οὐδὲ συμπεπρεσβευκέναι φημί σοι Dem. 19, 189, u. A. – Im med., Thuc. 3, 92. 5, 44.
Greek (Liddell-Scott)
συμπρεσβεύω: ἀποστέλλομαι μετ’ ἄλλων πρεσβευτῶν ὡς συμπρεσβευτής, εἶμαι συμπρεσβευτής, Δημ. 400. 11, Αἰσχίν. 50 ἐν τέλ. ― Μέσ., συναποστέλλω πρεσβείαν, Θουκ. 3. 92., 5. 44.
French (Bailly abrégé)
être ambassadeur ensemble ou avec;
Moy. συμπρεσβεύομαι envoyer à la fois comme ambassadeur.
Étymologie: σύν, πρεσβεύω.
Greek Monolingual
ΜΑ πρεσβεύω
αποστέλλομαι ως πρεσβευτής μαζί με άλλους.
Greek Monolingual
ΜΑ πρεσβεύω
αποστέλλομαι ως πρεσβευτής μαζί με άλλους.
Greek Monotonic
συμπρεσβεύω: μέλ. -σω, αποστέλλομαι ως πρεσβευτής μαζί με άλλον ή άλλους πρεσβευτές, είμαι πρεσβευτής από κοινού, συμπρεσβευτής, σε Δημ., Αισχίν. — Μέσ., συμμετέχω στην αποστολή μιας πρεσβείας, σε Θουκ.