συνεγγράφω: Difference between revisions
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(39) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[ἐγγράφω]]<br />[[εγγράφω]] ή [[καταγράφω]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον άλλον<br /><b>μσν.</b><br />[[ζωγραφίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.). | |mltxt=ΜΑ [[ἐγγράφω]]<br />[[εγγράφω]] ή [[καταγράφω]] κάποιον [[μαζί]] με κάποιον άλλον<br /><b>μσν.</b><br />[[ζωγραφίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεγγράφω:''' (ᾰ) вписывать, заносить, зачислять (τινὰ εἶς θεούς Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ],
A register or enter along with, εἰς θεούς Plu.2.763e; τῷ ψηφίσματι συνεγγραφήσονται D.H.6.84; τοῖς κατ' ἔτος ἐφήβοις συνεγγραφόμενοι PSI10.1160.4 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1009] mit oder zugleich einschreiben, εἰς θεούς τινα, Plut. amator. 18.
Greek (Liddell-Scott)
συνεγγράφω: [ᾰ], ἐγγράφω ὁμοῦ μετά τινος, Λατ. adscribere, εἰς θεοὺς Πλούτ. 2. 763Ε· τῷ ψηφίσματι συνεγγραφήσονται Διον. Ἁλ. 6. 84.
French (Bailly abrégé)
inscrire ensemble.
Étymologie: σύν, ἐγγράφω.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐγγράφω
εγγράφω ή καταγράφω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον
μσν.
ζωγραφίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.).
Greek Monolingual
ΜΑ ἐγγράφω
εγγράφω ή καταγράφω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον
μσν.
ζωγραφίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.).
Russian (Dvoretsky)
συνεγγράφω: (ᾰ) вписывать, заносить, зачислять (τινὰ εἶς θεούς Plut.).