σχετήριον: Difference between revisions

From LSJ

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[μέσο]] με το οποίο αναχαιτίζεται [[κάτι]] και, [[κυρίως]], [[μέσο]] θεραπείας («λιμοῡ καὶ [[τόδε]] [[σχετήριον]] [[φάρμακον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] στυπτικού φαρμάκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σχε</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σχέση]], [[σχετέος]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βουλευ</i>-<i>τήριον</i>). Για τη σημ. του τ. <b>βλ. λ.</b> [[σχετέος]].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[μέσο]] με το οποίο αναχαιτίζεται [[κάτι]] και, [[κυρίως]], [[μέσο]] θεραπείας («λιμοῡ καὶ [[τόδε]] [[σχετήριον]] [[φάρμακον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] στυπτικού φαρμάκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σχε</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σχέση]], [[σχετέος]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βουλευ</i>-<i>τήριον</i>). Για τη σημ. του τ. <b>βλ. λ.</b> [[σχετέος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχετήριον:''' τό ([[σχεῖν]]), [[μέσο]] αναχαίτισης, [[θεραπεία]], [[αντίδοτο]], <i>λιμοῦ</i>, λέγεται για την [[πείνα]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχετήριον Medium diacritics: σχετήριον Low diacritics: σχετήριον Capitals: ΣΧΕΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: schetḗrion Transliteration B: schetērion Transliteration C: schetirion Beta Code: sxeth/rion

English (LSJ)

τό,

   A check, remedy, λιμοῦ against hunger, E.Cyc.135; astringent, Orib.9.43.11.

German (Pape)

[Seite 1054] τό, das, was hält, abhält, hindert, λιμοῦ Eur. Cycl. 135.

Greek (Liddell-Scott)

σχετήριον: τό, τὸ μέσον δι’ οὗ ἀναχαιτίζεταί τι, θεραπεία, ἀντιφάρμακον, ἡδὺ λιμοῦ καὶ τόδε σχετήριον, εὐχάριστον ἀντιφάρμακον κατὰ τῆς πείνης, Εὐρ. Κύκλ. 135.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
moyen d’arrêter, de calmer, remède contre, gén..
Étymologie: σχεῖν.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. μέσο με το οποίο αναχαιτίζεται κάτι και, κυρίως, μέσο θεραπείας («λιμοῡ καὶ τόδε σχετήριον φάρμακον», Ευρ.)
2. είδος στυπτικού φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω (βλ. λ. σχέση, σχετέος) + επίθημα -τήριον (πρβλ. βουλευ-τήριον). Για τη σημ. του τ. βλ. λ. σχετέος.

Greek Monotonic

σχετήριον: τό (σχεῖν), μέσο αναχαίτισης, θεραπεία, αντίδοτο, λιμοῦ, λέγεται για την πείνα, σε Ευρ.