ταρβαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ον, ΜΑ<br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που προκαλεί σε κάποιον φόβο, τρόμο<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) [[γεμάτος]] φόβο, καταφοβισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάρβος]] «[[φόβος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λυσσ</i>-<i>αλέος</i>)].
|mltxt=-α, -ον, ΜΑ<br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που προκαλεί σε κάποιον φόβο, τρόμο<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) [[γεμάτος]] φόβο, καταφοβισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάρβος]] «[[φόβος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λυσσ</i>-<i>αλέος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ταρβᾰλέος:''' -α, -ον, αυτός που είναι [[γεμάτος]] φόβο, [[έντρομος]], [[πανικόβλητος]], σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρβᾰλέος Medium diacritics: ταρβαλέος Low diacritics: ταρβαλέος Capitals: ΤΑΡΒΑΛΕΟΣ
Transliteration A: tarbaléos Transliteration B: tarbaleos Transliteration C: tarvaleos Beta Code: tarbale/os

English (LSJ)

α, ον, (τάρβος)

   A affrighted, fearful, h.Merc.165, S.Tr.957 (lyr.); τ. δάκρυα tears of distress, Max.331.    II fearful, terrible, λέων Nonn.D.25.191; Ζεύς ib.434.

German (Pape)

[Seite 1070] erschrocken, furchtsam; H. h. Merc. 165; Soph. Trach. 953.

Greek (Liddell-Scott)

ταρβᾰλέος: -α, -ον, (τάρβος) πεφοβημένος, πλήρης φόβου, Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 165, Σοφ. Τρ. 953· τ. δάκρυα, δάκρυα θλίψεως, Μάξιμ. π. καταρχ. 331. ΙΙ. φοβερός, τρομερός, λέων Νόνν. Δ. 25. 191.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
effrayé.
Étymologie: τάρβος.

Greek Monolingual

-α, -ον, ΜΑ
(με ενεργ. σημ.) αυτός που προκαλεί σε κάποιον φόβο, τρόμο
αρχ.
(με παθ. σημ.) γεμάτος φόβο, καταφοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. λυσσ-αλέος)].

Greek Monotonic

ταρβᾰλέος: -α, -ον, αυτός που είναι γεμάτος φόβο, έντρομος, πανικόβλητος, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.