τροχάδην: Difference between revisions
From LSJ
(42) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trochadin | |Transliteration C=trochadin | ||
|Beta Code=troxa/dhn | |Beta Code=troxa/dhn | ||
|Definition=Adv., (τρέχω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Adv., (τρέχω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[running]], βαίνειν <span class="title">Epigr.Gr.</span>288 (Cyprus), <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>198.4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:45, 28 June 2020
English (LSJ)
Adv., (τρέχω)
A running, βαίνειν Epigr.Gr.288 (Cyprus), A.D.Adv.198.4.
Greek (Liddell-Scott)
τροχάδην: [ᾰ], ἐπίρρ., (τρέχω) δρομάδην, τρεχᾶτα, σχηματισθὲν κατὰ τὰ λογάδην, σποράδην, Συλλ. Ἐπιγρ. 2647· τρόχος, τροχάδην Ἀπολλών. π. Ἐπιρρ. 611, 25.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. τρέχοντας, δρομαίως (α. «έφυγε τροχάδην» β. «τρόχος τροχάδην», Απολλ. Δύσκ.)
νεοελλ.
1. με βιαστικό τρόπο, γρήγορα γρήγορα («διάβασέ το τροχάδην»)
2. γυμναστικό παράγγελμα για τρέξιμο με μέτρια ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροπ-άδην)].