σφονδύλιον: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(40) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σπονδύλιον]], το, ΜΑ, και [[σφονδύλειον]] Α<br /><b>βλ.</b> [[σφοντύλι]]. | |mltxt=και [[σπονδύλιον]], το, ΜΑ, και [[σφονδύλειον]] Α<br /><b>βλ.</b> [[σφοντύλι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σφονδύλιον -ου, τό, demin. van σφόνδυλος nekwervel. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], τό, Dim. (in form only) of σφόνδυλος, Il.20.483 (pl.), Antim.65. II cow-parsnip, Heracleum sphondylium, Dsc.3.76; σφονδύλειον [ῡ], Nic. Th.948; σπονδύλιον, Sor.1.63, Gal.14.180; spondylium, Plin. HN12.128. III = κόκκυξ IV, Poll.2.182.
German (Pape)
[Seite 1051] τό, dim. von σφόνδυλος (?). τό, = σφονδύλειον, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σφονδύλιον: τό, φυτόν τι, εἶδος δαυκίου, Heracleum spondylium, Διοσκ. 3. 90· σφονδύλειον [ῡ], ἐν Νικ. Θηρ. 948· σπονδύλιον, Νόνν.· spondylium, Πλίν. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ σφόνδυλος, κοινῶς «σφονδύλι», ὅτι τὸ σφονδύλιον ἔπεσε τοῦ ἀτράκτου Achmes Ὀνειροκρ. 264. ΙΙΙ. = ὀρροπύγιον, Πολυδ. Β΄, 182· ἀλλ’ ἴδε Δινδ.
Greek Monolingual
και σπονδύλιον, το, ΜΑ, και σφονδύλειον Α
βλ. σφοντύλι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφονδύλιον -ου, τό, demin. van σφόνδυλος nekwervel.