φιλοδοξία: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλόδοξος]]<br />η [[ιδιότητα]] του φιλόδοξου, ζωηρή [[επιθυμία]] για [[ανάδειξη]] και [[επικράτηση]], για [[πρόσκτηση]] δόξας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ευγενική [[επιθυμία]] για την [[επιτέλεση]] ενός έργου, για την [[πραγμάτωση]] ενός υψηλού στόχου («έχει την [[φιλοδοξία]] να διαδώσει τα οικολογικά μηνύματα στην [[πατρίδα]] του»)<br /><b>2.</b> (με αρνητική σημ.) [[μεγαλομανία]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλόδοξος]]<br />η [[ιδιότητα]] του φιλόδοξου, ζωηρή [[επιθυμία]] για [[ανάδειξη]] και [[επικράτηση]], για [[πρόσκτηση]] δόξας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ευγενική [[επιθυμία]] για την [[επιτέλεση]] ενός έργου, για την [[πραγμάτωση]] ενός υψηλού στόχου («έχει την [[φιλοδοξία]] να διαδώσει τα οικολογικά μηνύματα στην [[πατρίδα]] του»)<br /><b>2.</b> (με αρνητική σημ.) [[μεγαλομανία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοδοξία:''' ἡ, [[αγάπη]] για τιμές ή [[δόξα]], σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοδοξία Medium diacritics: φιλοδοξία Low diacritics: φιλοδοξία Capitals: ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ
Transliteration A: philodoxía Transliteration B: philodoxia Transliteration C: filodoksia Beta Code: filodoci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A love of fame or glory, SIG577.3 (Milet., iii/ii B. C.), Plb.3.104.1, 24.9.8; in bad sense, concern for one's reputation, Phld.Rh.1.139 S., al., Ph.2.5, al., Gal.15.450: pl., Plu.2.1050d.

German (Pape)

[Seite 1279] ἡ, Ruhmliebe, Ehrliebe, Ehrsucht, Ehrbegierde, Pol. 26, 2,8.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοδοξία: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὴν δόξαν ἢ τιμήν, Πολύβ. 3. 104, 1., 26. 2, 8· ― ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 1050D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour de la gloire, recherche de la renommée.
Étymologie: φιλόδοξος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόδοξος
η ιδιότητα του φιλόδοξου, ζωηρή επιθυμία για ανάδειξη και επικράτηση, για πρόσκτηση δόξας
νεοελλ.
1. ευγενική επιθυμία για την επιτέλεση ενός έργου, για την πραγμάτωση ενός υψηλού στόχου («έχει την φιλοδοξία να διαδώσει τα οικολογικά μηνύματα στην πατρίδα του»)
2. (με αρνητική σημ.) μεγαλομανία.

Greek Monotonic

φῐλοδοξία: ἡ, αγάπη για τιμές ή δόξα, σε Πολύβ.