φοράδα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(45)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[φοράς]], -[[άδος]], ΝΜΑ<br />το θηλυκό [[άλογο]], η [[φορβάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (ειρωνικά) μεγαλόσωμη [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εύφορη, γόνιμη<br /><b>2.</b> μερική [[πληρωμή]], [[δόση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[φέρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>στιβ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=η / [[φοράς]], -[[άδος]], ΝΜΑ<br />το θηλυκό [[άλογο]], η [[φορβάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (ειρωνικά) μεγαλόσωμη [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εύφορη, γόνιμη<br /><b>2.</b> μερική [[πληρωμή]], [[δόση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[φέρω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] ([[πρβλ]]. [[στιβάς]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 11 May 2023

Greek Monolingual

η / φοράς, -άδος, ΝΜΑ
το θηλυκό άλογο, η φορβάδα
νεοελλ.
μτφ. (ειρωνικά) μεγαλόσωμη γυναίκα
αρχ.
1. εύφορη, γόνιμη
2. μερική πληρωμή, δόση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. στιβάς)].