σχημάτιον: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σχῆμα]], -<i>ήματος</i>]<br /><b>1.</b> <b>υποκορ.</b> μικρό [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σχημάτια</i><br />α) χορευτικά σχήματα, φιγούρες<br />β) σχήματα λόγου.
|mltxt=τὸ, Α [[σχῆμα]], -<i>ήματος</i>]<br /><b>1.</b> <b>υποκορ.</b> μικρό [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ σχημάτια</i><br />α) χορευτικά σχήματα, φιγούρες<br />β) σχήματα λόγου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχημάτιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[σχῆμα]]· στον πληθ., συγκεκριμένες κινήσεις χορού, χορευτικές φιγούρες, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχημᾰτιον Medium diacritics: σχημάτιον Low diacritics: σχημάτιον Capitals: ΣΧΗΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: schēmátion Transliteration B: schēmation Transliteration C: schimation Beta Code: sxhma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of σχῆμα: in pl.,

   A the figures of a dance, Λακωνικὰ σχημάτια Hdt.6.129; figures of speech, Longin.17.1.

German (Pape)

[Seite 1055] τό, dim. von σχῆμα, im plur. bes. Tänze, Tanzfiguren, Λακωνικά Her. 6, 129.

Greek (Liddell-Scott)

σχημάτιον: [ᾰ], ὑποκορ. τοῦ σχῆμα· ἐν τῷ πληθ., σχήματα ὀρχήσεως, σχημάτια Λακωνικὰ Ἡρόδ. 6. 129· τρόποι ἢ σχήματα τοῦ λόγου, Λογγῖν. 17. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
figure de danse.
Étymologie: σχῆμα.

Greek Monolingual

τὸ, Α σχῆμα, -ήματος]
1. υποκορ. μικρό σχήμα
2. στον πληθ. τὰ σχημάτια
α) χορευτικά σχήματα, φιγούρες
β) σχήματα λόγου.

Greek Monotonic

σχημάτιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του σχῆμα· στον πληθ., συγκεκριμένες κινήσεις χορού, χορευτικές φιγούρες, σε Ηρόδ.