ὑπέροπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιφρονήθηκε<br /><b>2.</b> αυτός που περιφρονεί τους άλλους, [[υπεροπτικός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>ὑπέροπτον</i> και <i>ὑπέροπτα</i><br />με υπεροπτικό τρόπο<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπέροπτον<br />μέγα καὶ [[ὑπὲρ]] τὸ [[μέτρον]], καὶ τὰ ὅμοια». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερόπτως</i> Α<br />με υπεροπτικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὁπτός</i> (Ι) «[[ορατός]]»].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που ψήθηκε περισσότερο από το κανονικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὁπτός</i> (ΙΙ) «[[ψητός]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιφρονήθηκε<br /><b>2.</b> αυτός που περιφρονεί τους άλλους, [[υπεροπτικός]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>ὑπέροπτον</i> και <i>ὑπέροπτα</i><br />με υπεροπτικό τρόπο<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὑπέροπτον<br />μέγα καὶ [[ὑπὲρ]] τὸ [[μέτρον]], καὶ τὰ ὅμοια». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερόπτως</i> Α<br />με υπεροπτικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὁπτός</i> (Ι) «[[ορατός]]»].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που ψήθηκε περισσότερο από το κανονικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὁπτός</i> (ΙΙ) «[[ψητός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέροπτος:''' -ον ([[ὑπερόψομαι]]), [[υπεροπτικός]], [[καταφρονητικός]], σε Ανθ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέροπτος Medium diacritics: ὑπέροπτος Low diacritics: υπέροπτος Capitals: ΥΠΕΡΟΠΤΟΣ
Transliteration A: hypéroptos Transliteration B: hyperoptos Transliteration C: yperoptos Beta Code: u(pe/roptos

English (LSJ)

(A), ον,

   A disdainful, ὀφρύς AP12.186 (Strat.); gloss on ὑπέροφρυς, Hsch.: neut. pl. as Adv., S.OT883 (lyr.). Regul. Adv. -τως Poll.9.147.    II great, excessive, Hsch., cf. Phot., Suid.
ὑπέροπτος (B), ον, (ὀπτάὠ,

   A over-heated, Gal.19.426.

German (Pape)

[Seite 1199] übersehen, verachtet, Sp.; – akt., übersehend, vernachlässigend, dah. hochmüthig, Soph. εἰ δέ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἢ λόγῳ πορεύεται, O. R. 833.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέροπτος: -ον, (ὑπερόψομαι) ὁ ὑπεροφθείς, περιφρονηθείς, καταφρονηθείς, τοῦτο ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὑπέροπτον· μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ τὰ ὅμοια», ἴσως γραπτέον: ὑπέροπλον. ΙΙ. ὑπεροπτικός, καταφρονητικός, ὀφρὺς Ἀνθ. Π. 12. 186· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Ο. Τ. 883. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Θ΄, 147.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
méprisant, fier, dédaigneux.
Étymologie: ὑπερόψομαι.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
1. αυτός που περιφρονήθηκε
2. αυτός που περιφρονεί τους άλλους, υπεροπτικός
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὑπέροπτον και ὑπέροπτα
με υπεροπτικό τρόπο
4. (το ουδ. ως επίρρ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὑπέροπτον
μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ τὰ ὅμοια».
επίρρ...
ὑπερόπτως Α
με υπεροπτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὁπτός (Ι) «ορατός»].———————— (II)
-ον, Α
αυτός που ψήθηκε περισσότερο από το κανονικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὁπτός (ΙΙ) «ψητός»].

Greek Monotonic

ὑπέροπτος: -ον (ὑπερόψομαι), υπεροπτικός, καταφρονητικός, σε Ανθ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Σοφ.