τετράχειρος: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερα]] χέρια<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα τετράχειρα</i><br />παλαιότερος [[χαρακτηρισμός]] πιθήκων [[επειδή]] χρησιμοποιούν και τα [[τέσσερα]] [[άκρα]] ως χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i> «[[χέρι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>χειρος</i>].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερα]] χέρια<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα τετράχειρα</i><br />παλαιότερος [[χαρακτηρισμός]] πιθήκων [[επειδή]] χρησιμοποιούν και τα [[τέσσερα]] [[άκρα]] ως χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i> «[[χέρι]]»), [[πρβλ]]. [[δίχειρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 10 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει τέσσερα χέρια
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράχειρα
παλαιότερος χαρακτηρισμός πιθήκων επειδή χρησιμοποιούν και τα τέσσερα άκρα ως χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χειρος (< χείρ, χειρός «χέρι»), πρβλ. δίχειρος].