χαριτώπης: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. [[χαριτῶπις]], -ώπιδος, Α<br />[[χαριτόμορφος]], [[χαριτοπρόσωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώπης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>γλαυκ</i>-<i>ώπης</i> / -<i>ῶπις</i>].
|mltxt=ὁ, θηλ. [[χαριτῶπις]], -ώπιδος, Α<br />[[χαριτόμορφος]], [[χαριτοπρόσωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ώπης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>γλαυκ</i>-<i>ώπης</i> / -<i>ῶπις</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαρῐτώπης:''' -ου, ὁ, θηλ. [[χαριτῶπις]], <i>-ιδος</i> (<i>ὤψ</i>), [[ευχάριστος]] στην όψη, [[χαριτωμένος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρῐτώπης Medium diacritics: χαριτώπης Low diacritics: χαριτώπης Capitals: ΧΑΡΙΤΩΠΗΣ
Transliteration A: charitṓpēs Transliteration B: charitōpēs Transliteration C: charitopis Beta Code: xaritw/phs

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὤψ)

   A graceful of aspect, Orph.H.17.5: fem. χαριτῶπις, ιδος, IG3.1376.

German (Pape)

[Seite 1339] ὁ, von anmuthigem, reizendem Blick, holdblickend, Orph. H. 16, 5.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτώπης: -ου, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν πλήρη χάριτος, Ὀρφ. Ὕμν 16. 5· θηλ. χαριτῶπις, ιδος, Ἀνθ. Παλατ. παράρτημ. 209.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à l’air gracieux.
Étymologie: χάρις, ὤψ.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. χαριτῶπις, -ώπιδος, Α
χαριτόμορφος, χαριτοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -ώπης (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. γλαυκ-ώπης / -ῶπις].

Greek Monotonic

χαρῐτώπης: -ου, ὁ, θηλ. χαριτῶπις, -ιδος (ὤψ), ευχάριστος στην όψη, χαριτωμένος, σε Ανθ.