φιλοκτέανος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(45)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[φιλοκτήμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτέανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτέανον]] «[[κτήμα]], [[περιουσία]]»), <b>πρβλ.</b> [[πολυκτέανος]].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[φιλοκτήμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτέανος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτέανον]] «[[κτήμα]], [[περιουσία]]»), <b>πρβλ.</b> [[πολυκτέανος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοκτέᾰνος:''' -ον ([[κτέανον]]), αυτός που αγαπά τα κτήματα, [[λαίμαργος]] για το [[κέρδος]], [[άπληστος]]· υπερθ. [[φιλοκτεανώτατος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκτέᾰνος Medium diacritics: φιλοκτέανος Low diacritics: φιλοκτέανος Capitals: ΦΙΛΟΚΤΕΑΝΟΣ
Transliteration A: philoktéanos Transliteration B: philokteanos Transliteration C: filokteanos Beta Code: filokte/anos

English (LSJ)

ον,

   A loving possessions, greedy of gain, covetous, Il.1.122 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1281] besitzliebend, dah. habsüchtig, habgierig, im superl. φιλοκτεανώτατος Il. 1, 122.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκτέᾰνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, φιλοκτήμων, ἄπληστος, πλεονέκτης, ἐν Ἰλ. Α. 122, ἐν τῷ ὑπερθ. φιλοκτεανώτατος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) φιλοκτήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κτέανος (< κτέανον «κτήμα, περιουσία»), πρβλ. πολυκτέανος.

Greek Monotonic

φῐλοκτέᾰνος: -ον (κτέανον), αυτός που αγαπά τα κτήματα, λαίμαργος για το κέρδος, άπληστος· υπερθ. φιλοκτεανώτατος, σε Ομήρ. Ιλ.