τρίγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
(41)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίγαμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει συνάψει τρίτο γάμο [[μετά]] από τη [[διάλυση]] τών δύο προηγούμενων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει παντρευθεί [[τρεις]] συζύγους συγχρόνως<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει νυμφευθεί [[τρεις]] φορές («ὅσον παρθενικὴ προφέρει τριγάμοιο γυναικός», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] (<b>πρβλ.</b> [[δίγαμος]])].
|mltxt=-η, -ο / [[τρίγαμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει συνάψει τρίτο γάμο [[μετά]] από τη [[διάλυση]] τών δύο προηγούμενων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει παντρευθεί [[τρεις]] συζύγους συγχρόνως<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει νυμφευθεί [[τρεις]] φορές («ὅσον παρθενικὴ προφέρει τριγάμοιο γυναικός», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] (<b>πρβλ.</b> [[δίγαμος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''τρίγᾰμος:''' (ῐ) трижды вступивший в брак ([[γυνή]] Theocr.).
}}
}}

Revision as of 04:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίγᾰμος Medium diacritics: τρίγαμος Low diacritics: τρίγαμος Capitals: ΤΡΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: trígamos Transliteration B: trigamos Transliteration C: trigamos Beta Code: tri/gamos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A thrice-married, with allusion to Helen, Stesich. 26, cf. Theoc.12.5.

German (Pape)

[Seite 1141] dreifach, dreimal verheirathet; Stesichor. 74 von der Helena; γυνή Theocr. 12, 5.

Greek (Liddell-Scott)

τρίγᾰμος: -ον, ἡ τρὶς εἰς γάμον ἐλθοῦσα, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Στησίχ. 74· ὅσον παρθενικὴ προσφέρει τριγάμοιο γυναικὸς Θεόκρ. 12. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίγαμος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. αυτός που έχει συνάψει τρίτο γάμο μετά από τη διάλυση τών δύο προηγούμενων
2. αυτός που έχει παντρευθεί τρεις συζύγους συγχρόνως
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει νυμφευθεί τρεις φορές («ὅσον παρθενικὴ προφέρει τριγάμοιο γυναικός», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + γάμος (πρβλ. δίγαμος)].

Russian (Dvoretsky)

τρίγᾰμος: (ῐ) трижды вступивший в брак (γυνή Theocr.).