υπορρέω: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(44)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπορρέω]] ΝΜΑ [[ῥέω]]<br />ρέω από [[κάτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκρέω]] λίγο<br /><b>2.</b> [[διαρρέω]]<br /><b>3.</b> [[μεταπίπτω]]<br /><b>4.</b> [[πέφτω]] [[σιγά]] [[σιγά]] («παῑδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κόμητας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς [[κόμης]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]], [[χωρίς]] να γίνω [[αντιληπτός]] («[[παρανομία]] ἠρεμα ὑπορρεῑ πρὸς τὰ ἤθη», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[προχωρώ]] ανεπαίσθητα<br />γ) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παρέρχομαι]], [[χάνομαι]] («ὑπορρέοντος τοῡ χρόνου», <b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) (<b>για πρόσ.</b>) i) [[προσέρχομαι]] [[απαρατήρητος]] [[κάπου]]<br />ii) συγκεντρώνομαι [[σιγά]] [[σιγά]] [[κάπου]].
|mltxt=[[ὑπορρέω]] ΝΜΑ [[ῥέω]]<br />ρέω από [[κάτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκρέω]] λίγο<br /><b>2.</b> [[διαρρέω]]<br /><b>3.</b> [[μεταπίπτω]]<br /><b>4.</b> [[πέφτω]] [[σιγά]] [[σιγά]] («παῑδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κόμητας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς [[κόμης]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[εισέρχομαι]] [[κρυφά]], [[χωρίς]] να γίνω [[αντιληπτός]] («[[παρανομία]] ἠρεμα ὑπορρεῑ πρὸς τὰ ἤθη», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[προχωρώ]] ανεπαίσθητα<br />γ) (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[παρέρχομαι]], [[χάνομαι]] («ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου», <b>Αριστοφ.</b>)<br />δ) (<b>για πρόσ.</b>) i) [[προσέρχομαι]] [[απαρατήρητος]] [[κάπου]]<br />ii) συγκεντρώνομαι [[σιγά]] [[σιγά]] [[κάπου]].
}}
}}

Revision as of 18:55, 25 March 2021

Greek Monolingual

ὑπορρέω ΝΜΑ ῥέω
ρέω από κάτω
αρχ.
1. εκρέω λίγο
2. διαρρέω
3. μεταπίπτω
4. πέφτω σιγά σιγά («παῑδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κόμητας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς κόμης», Λουκιαν.)
5. μτφ. α) εισέρχομαι κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτόςπαρανομία ἠρεμα ὑπορρεῑ πρὸς τὰ ἤθη», Πλάτ.)
β) προχωρώ ανεπαίσθητα
γ) (κατ' επέκτ.) παρέρχομαι, χάνομαι («ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου», Αριστοφ.)
δ) (για πρόσ.) i) προσέρχομαι απαρατήρητος κάπου
ii) συγκεντρώνομαι σιγά σιγά κάπου.