σύφιλη: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(40) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σύφιλις]], -ίλιδος, και [[συφιλίς]], - | |mltxt=και [[σύφιλις]], -ίλιδος, και [[συφιλίς]], -ίδος, η, Ν<br /><b>ιατρ.</b> [[βαρύ]] αφροδίσιο [[νόσημα]] που προσβάλλει [[κυρίως]] το [[δέρμα]], τις αρτηρίες και το νευρικό [[σύστημα]] και το οποίο μεταδίδεται στην [[πλειονότητα]] τών περιπτώσεων [[κατά]] τη σεξουαλική [[επαφή]] (α. «[[πρωτογενής]] [[σύφιλη]]» β. «[[δευτερογενής]] [[σύφιλη]]» γ. «[[τριτογενής]] [[σύφιλη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>syphilis</i>, σχηματισμένο από το νεολατ. ανθρωπωνύμιο <i>Syphilus</i>, ήρωα ποιήματος του Ιταλού Τζ. Φρακαστόρο και υποθετικό πρώτο πάσχοντα από την [[ασθένεια]]. Η λ., στον λόγιο τ. [[συφιλίς]] με τονισμό στη [[λήγουσα]] [[κατά]] τη γαλλ. [[προφορά]], μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:17, 1 March 2024
Greek Monolingual
και σύφιλις, -ίλιδος, και συφιλίς, -ίδος, η, Ν
ιατρ. βαρύ αφροδίσιο νόσημα που προσβάλλει κυρίως το δέρμα, τις αρτηρίες και το νευρικό σύστημα και το οποίο μεταδίδεται στην πλειονότητα τών περιπτώσεων κατά τη σεξουαλική επαφή (α. «πρωτογενής σύφιλη» β. «δευτερογενής σύφιλη» γ. «τριτογενής σύφιλη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. syphilis, σχηματισμένο από το νεολατ. ανθρωπωνύμιο Syphilus, ήρωα ποιήματος του Ιταλού Τζ. Φρακαστόρο και υποθετικό πρώτο πάσχοντα από την ασθένεια. Η λ., στον λόγιο τ. συφιλίς με τονισμό στη λήγουσα κατά τη γαλλ. προφορά, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].