ὑποφώσκω: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(44) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑποφώσκω]] ΝΑ<br />[[αρχίζω]] να [[φέγγω]], [[αχνοφέγγω]] (α. «υποφώσκει η [[ελπίδα]] για ένα καλύτερο [[μέλλον]]» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Άλλος τ. του ρ. [[ὑποφαύσκω]], κατ' [[επίδραση]] της λ. <i>φῶς</i> (<b>πρβλ.</b> [[διαφαύσκω]]: [[διαφώσκω]]. | |mltxt=[[ὑποφώσκω]] ΝΑ<br />[[αρχίζω]] να [[φέγγω]], [[αχνοφέγγω]] (α. «υποφώσκει η [[ελπίδα]] για ένα καλύτερο [[μέλλον]]» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Άλλος τ. του ρ. [[ὑποφαύσκω]], κατ' [[επίδραση]] της λ. <i>φῶς</i> (<b>πρβλ.</b> [[διαφαύσκω]]: [[διαφώσκω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποφώσκω:''' светать: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A = ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Arist.Pr.938a32 (v. l.); τῆς ἡμέρας ὑ. D.S.13.18 (v.l. ἐπιφ-).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφώσκω: ὑποφαύσκω, ὑποφωσκούσης ἕω Ἀριστ. Προβλ. 25. 5· τῆς ἡμέρας ὑπ. Διόδ. 13. 18 (μετὰ διαφόρ. γραφῆς ἐπιφ-).
Greek Monolingual
ὑποφώσκω ΝΑ
αρχίζω να φέγγω, αχνοφέγγω (α. «υποφώσκει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον» β. «τῆς ἡμέρας ὑποφωσκούσης», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. του ρ. ὑποφαύσκω, κατ' επίδραση της λ. φῶς (πρβλ. διαφαύσκω: διαφώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφώσκω: светать: ὑποφωσκούσης ἕω Arst. на заре.