τριπλῇ: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(42) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(<b>ως επίρρ.</b>) <b>βλ.</b> [[τριπλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. του θηλ. <i>τριπλῆ</i> του επίθ. <i>τριπλοῦς</i>, -<i>ῆ</i>, -<i>οῦν</i>]. | |mltxt=Α<br />(<b>ως επίρρ.</b>) <b>βλ.</b> [[τριπλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. του θηλ. <i>τριπλῆ</i> του επίθ. <i>τριπλοῦς</i>, -<i>ῆ</i>, -<i>οῦν</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῐπλῇ:''' δοτ. θηλ. του [[τριπλόος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. τριπλόος.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπλῇ: ἴδε τριπλόος.
French (Bailly abrégé)
v. τριπλόος.
English (Autenrieth)
threefold, thrice over, Il. 1.128†.
Greek Monolingual
Α
(ως επίρρ.) βλ. τριπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. του θηλ. τριπλῆ του επίθ. τριπλοῦς, -ῆ, -οῦν].
Greek Monotonic
τρῐπλῇ: δοτ. θηλ. του τριπλόος.