τριπλῇ: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>ως επίρρ.</b>) <b>βλ.</b> [[τριπλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. του θηλ. <i>τριπλῆ</i> του επίθ. <i>τριπλοῦς</i>, -<i>ῆ</i>, -<i>οῦν</i>].
|mltxt=Α<br />(<b>ως επίρρ.</b>) <b>βλ.</b> [[τριπλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. του θηλ. <i>τριπλῆ</i> του επίθ. <i>τριπλοῦς</i>, -<i>ῆ</i>, -<i>οῦν</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῐπλῇ:''' δοτ. θηλ. του [[τριπλόος]].
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπλῇ Medium diacritics: τριπλῇ Low diacritics: τριπλή Capitals: ΤΡΙΠΛΗ
Transliteration A: triplē̂i Transliteration B: triplē Transliteration C: tripli Beta Code: triplh=|

English (LSJ)

   A v. τριπλόος.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπλῇ: ἴδε τριπλόος.

French (Bailly abrégé)

v. τριπλόος.

English (Autenrieth)

threefold, thrice over, Il. 1.128†.

Greek Monolingual

Α
(ως επίρρ.) βλ. τριπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. του θηλ. τριπλῆ του επίθ. τριπλοῦς, -, -οῦν].

Greek Monotonic

τρῐπλῇ: δοτ. θηλ. του τριπλόος.