τεσσεράκοντα: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=οἱ, αἱ, τὰ, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[τεσσαράκοντα]]. | |mltxt=οἱ, αἱ, τὰ, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[τεσσαράκοντα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τεσσεράκοντα:''' [[τέσσερες]], Ιων. αντί <i>τεσσαρ-</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ρᾰ], Ion. and Hellenistic for τεσσαράκοντα, Hdt.1.166, al., BMus.Inscr.1005 (Cyzicus, iv B.C.), OGI214.53 (Didyma, iii B.C.), etc.; similarly τεσσερακονταεννέα, etc.,
A forty-nine, etc., PSI 10.1140.21 (ii A.D.), etc.; but also Ion. tessara/ϟοντα Schwyzer 707 B 8 (Ephesus, vi B.C.); in Hdt. some codd. usually have this form.
German (Pape)
[Seite 1096] ion. statt τεσσαράκοντα, Her.
Greek (Liddell-Scott)
τεσσεράκοντα: (οὐχὶ τεσσερήκ-), Ἰων. ἀντὶ τεσσαράκοντα, Ἡρόδ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5187 ?. 8· ― τέσσερες, οἱ, αἱ, -ρα, τά, Ἰων. ἀντὶ τέσσαρες, Ἡρόδ. κλπ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. τεσσαράκοντα.
Greek Monolingual
οἱ, αἱ, τὰ, Α
ιων. τ. βλ. τεσσαράκοντα.
Greek Monotonic
τεσσεράκοντα: τέσσερες, Ιων. αντί τεσσαρ-.