ὑποδύτης: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
(43)
(43)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑποδύτης]], ΝΑ, και ὑποδυτής Α [[ὑποδύω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πουκάμισο]], [[συνήθως]] βαμβακερό, τών στρατιωτικών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ενδύματος που φορούσαν [[κάτω]] από τον θώρακα, [[είδος]] πανοπλίας («ἐποίησαν τὸν ὑποδύτην ὑπὸ τὴν ὑπωμίδα», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[εσώρουχο]].
|mltxt=ο / [[ὑποδύτης]], ΝΑ, και ὑποδυτής Α [[ὑποδύω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πουκάμισο]], [[συνήθως]] βαμβακερό, τών στρατιωτικών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ενδύματος που φορούσαν [[κάτω]] από τον θώρακα, [[είδος]] πανοπλίας («ἐποίησαν τὸν ὑποδύτην ὑπὸ τὴν ὑπωμίδα», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[εσώρουχο]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[υποδύτης]].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδῠτης Medium diacritics: ὑποδύτης Low diacritics: υποδύτης Capitals: ΥΠΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: hypodýtēs Transliteration B: hypodytēs Transliteration C: ypodytis Beta Code: u(podu/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A garment worn under a coat of mail, PEnteux.32.6 (iii B. C.), D.S.17.44, Plu.Phil.11; simply undergarment, LXX Ex.28.(27) 31, IG5(1).1390.20 (Andania, i B. C.), J.BJ5.5.7.

German (Pape)

[Seite 1216] ὁ, Unterkleid unter dem Panzer; Plut. Philop. 11; D. Sic. 17, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, (ὑποδύω) χιτωνίσκος ὑπὸ τὸν θώρακα φορούμενος, Διόδ. 17. 44, Πλουτ. Φιλοπ. 11. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vêtement qu’on met sous la cuirasse.
Étymologie: ὑποδύω.

Greek Monolingual

ο / ὑποδύτης, ΝΑ, και ὑποδυτής Α ὑποδύω, -ομαι]
νεοελλ.
πουκάμισο, συνήθως βαμβακερό, τών στρατιωτικών
αρχ.
1. είδος ενδύματος που φορούσαν κάτω από τον θώρακα, είδος πανοπλίας («ἐποίησαν τὸν ὑποδύτην ὑπὸ τὴν ὑπωμίδα», ΠΔ)
2. εσώρουχο.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. υποδύτης.