τροχαϊκός: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
(42)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τροχαϊκός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[κατά]] τον Φρύν. τροχαιϊκός, -ή, -όν, Α [[τροχαῑος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαίο μετρικό [[πόδα]]<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> αυτός που αποτελείται από τροχαίους (α. «τροχαϊκή [[διποδία]]» β. «τροχαϊκή [[συζυγία]]», Ερμογ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τροχαϊκώς]] / <i>τροχαϊκῶς</i>, ΝΜΑ<br />σε τροχαϊκό [[μέτρο]].
|mltxt=-ή, -ό / [[τροχαϊκός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[κατά]] τον Φρύν. τροχαιϊκός, -ή, -όν, Α [[τροχαῑος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαίο μετρικό [[πόδα]]<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> αυτός που αποτελείται από τροχαίους (α. «τροχαϊκή [[διποδία]]» β. «τροχαϊκή [[συζυγία]]», Ερμογ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τροχαϊκώς]] / <i>τροχαϊκῶς</i>, ΝΜΑ<br />σε τροχαϊκό [[μέτρο]].
}}
{{elru
|elrutext='''τροχᾱϊκός:''' стих. состоящий из трохеев, трохеический.
}}
}}

Revision as of 04:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχᾱϊκός Medium diacritics: τροχαϊκός Low diacritics: τροχαϊκός Capitals: ΤΡΟΧΑΪΚΟΣ
Transliteration A: trochaïkós Transliteration B: trochaikos Transliteration C: trochaikos Beta Code: troxai+ko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A trochaic, Anon.Rhythm.3.13, Heph.3.3, al., Hermog.Id.1.3, 2.1, etc. Adv. -κῶς ibid., Eust.11.36. (The form τροχαιικός is recommended by Phryn.28.)

Greek (Liddell-Scott)

τροχᾱϊκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τροχαῖον, συγκείμενος ἐκ τροχαίων, τροχαϊκὸν μέτρον Ἡφαιστ. 6, 1· τροχ. συζυγία Ἑρμογέν. Ρητορ. 230, 14., 302, 19· τροχαϊκὴ λέξις Ἀρκάδ. 198, 14. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑρμογέν. Ρητορ. 302, 21· οἱ δημοτικοὶ στίχοι τὸ παλαιὸν τροχαϊκῶς ποδιζόμενοι Εὐσταθ. 11, 36, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 156, 1, κλπ. -ῑ. ὁ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 39, προτιμᾷ τροχαιϊκός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τροχαϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και κατά τον Φρύν. τροχαιϊκός, -ή, -όν, Α τροχαῑος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαίο μετρικό πόδα
2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τροχαίους (α. «τροχαϊκή διποδία» β. «τροχαϊκή συζυγία», Ερμογ.).
επίρρ...
τροχαϊκώς / τροχαϊκῶς, ΝΜΑ
σε τροχαϊκό μέτρο.

Russian (Dvoretsky)

τροχᾱϊκός: стих. состоящий из трохеев, трохеический.