υπολογιστικός: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(44) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπολογισμό ή στον υπολογιστή<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπολογισμό ή στον υπολογιστή<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[υπολογιστικός]]<br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ιδιοτελής]], [[υστερόβουλος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «υπολογιστική [[μηχανή]]» — ο [[υπολογιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[υπολογιστής]]. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό [[Όμηρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπολογισμό ή στον υπολογιστή
2. το αρσ. ως ουσ. ο υπολογιστικός
μτφ. (για πρόσ.) ιδιοτελής, υστερόβουλος
3. φρ. «υπολογιστική μηχανή» — ο υπολογιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπολογιστής. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό Όμηρος].