χαλκότορος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[χαλκοτόρευτος]] («χαλκοτόροις ξίφεσιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προκληθεί από [[διάτρηση]] με χάλκινο [[αντικείμενο]], [[ιδίως]] με χάλκινο όπλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τορος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[τείρω]] «[[διατρυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>διά</i>-<i>τορος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[χαλκοτόρευτος]] («χαλκοτόροις ξίφεσιν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προκληθεί από [[διάτρηση]] με χάλκινο [[αντικείμενο]], [[ιδίως]] με χάλκινο όπλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τορος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[τείρω]] «[[διατρυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>διά</i>-<i>τορος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκότορος:''' -ον ([[τείρω]]), αυτός που είναι κατεργασμένος από χαλκό, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκότορος Medium diacritics: χαλκότορος Low diacritics: χαλκότορος Capitals: ΧΑΛΚΟΤΟΡΟΣ
Transliteration A: chalkótoros Transliteration B: chalkotoros Transliteration C: chalkotoros Beta Code: xalko/toros

English (LSJ)

ον,

   A of piercing, sharp bronze, ξίφη Pi.P.4.147.    2 caused by piercing with bronze, ὠτειλαί Opp.H.5.329 (expld. by χαλκο-τρύπητοι Sch.).

German (Pape)

[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer gearbeitet, ξίφος Pind. P. 4, 147. – Durch Erz gebohrt, geschlagen, ὠτειλαί Opp. Cyn. 5, 329.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκότορος: -ον, εἰργασμένος ἐκ χαλκοῦ, ἢ ὁ τῷ χαλκῷ τιτρώσκων, χαλκοτόροις ξίφεσιν, «τοῖς τῷ χαλκῷ τιτρώσκουσιν» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 261. 2) ὁ προξενηθεὶς ἐκ διατρήσεως διὰ χαλκοῦ, ἤτοι διὰ χαλκίνου ὅπλου, ὠτειλαὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 329, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει χαλκοτρύπητοι, πρβλ. χαλκοτύπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fabriqué en airain;
2 fait par une arme d’airain en parl. d’une blessure.
Étymologie: χαλκός, τείρω.

English (Slater)

χαλκότορος
   1 worked in bronze “χαλκοτόροις ξίφεσιν” (v. l. χαλκοτέροισι) (P. 4.147)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. χαλκοτόρευτος («χαλκοτόροις ξίφεσιν», Πίνδ.)
2. αυτός που έχει προκληθεί από διάτρηση με χάλκινο αντικείμενο, ιδίως με χάλκινο όπλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τορος (< θ. τορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τείρω «διατρυπώ»), πρβλ. διά-τορος].

Greek Monotonic

χαλκότορος: -ον (τείρω), αυτός που είναι κατεργασμένος από χαλκό, σε Πίνδ.