ὑδρηλός: Difference between revisions
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
(42) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br />αυτός που περιέχει [[νερό]] ή ο [[μαλακός]] από [[υγρασία]], νοτισμένος<br /><b>αρχ.</b><br />[[υδρευτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑδρ</i>- του [[ὕδωρ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὑπν</i>-<i>ηλός</i>)]. | |mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br />αυτός που περιέχει [[νερό]] ή ο [[μαλακός]] από [[υγρασία]], νοτισμένος<br /><b>αρχ.</b><br />[[υδρευτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὑδρ</i>- του [[ὕδωρ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὑπν</i>-<i>ηλός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑδρηλός:''' -ή, -όν ([[ὕδωρ]]), [[υγρός]], βρεγμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· <i>κρωσσοὶ ὑδρηλοί</i>, δοχεία, στάμνες νερού, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A watery, moist, λειμῶνες Od.9.133; Σάμος h.Ap.41; νέφη, λιβάδες, A.Supp.793 (s. v.l., lyr.), Pers.613; κρωσσοί, σταγόνες, E.Cyc.89, Supp.206:— poet. word, used by Hp.Ep.16 (Comp.), Mul.1.1.
German (Pape)
[Seite 1173] wässerig, feucht, naß; λειμῶνες, Od. 9, 133; Σάμος, H. h. Apoll. 41; νέφη, Aesch. Suppl. 774; σταγόνες, Eur. Suppl. 206; aber auch κρωσσοί, Wasserkrüge, Cycl. 89.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρηλός: -ή, -όν, (ὕδωρ) ὑδατώδης, ἔνυδρος, κάθυδρος, μαλακὸς ἐξ ὑγρασίας, λειμῶνες Ὀδ. Ι. 133· Σάμος Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 41· νέφη, λιβάδες Αἰσχύλ. Ἱκ. 793, Πέρσ. 613· κρωσσοί, σταγόνες Εὐρ. Κύκλ. 89. Ἱκ. 206· - ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. 1278. 39. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑδρηλοί, κάθυδροι, μαλακοί, ἔνυδροι, ὑδατώδεις». ΙΙ. = ὑδρευτικός, Φίλων Ι. 410.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
humide, baigné d’eau.
Étymologie: ὕδωρ.
English (Autenrieth)
watery, well-watered, Od. 9.133†.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
αυτός που περιέχει νερό ή ο μαλακός από υγρασία, νοτισμένος
αρχ.
υδρευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ- του ὕδωρ + επίθημα -ηλός (πρβλ. ὑπν-ηλός)].
Greek Monotonic
ὑδρηλός: -ή, -όν (ὕδωρ), υγρός, βρεγμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· κρωσσοὶ ὑδρηλοί, δοχεία, στάμνες νερού, σε Ευρ.